- συνεκθερμαινω
- συνεκθερμαίνωσυν-εκθερμαίνωдосл. одновременно подогревать, перен. воспламенять
(τὸ μάχιμόν τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ μάχιμόν τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκθερμαίνω — Α 1. εκθερμαίνω συγχρόνως 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»] … Dictionary of Greek
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek